θοινῶ

θοινῶ
θοινάω
feast on
pres imperat mp 2nd sg
θοινάω
feast on
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
θοινάω
feast on
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
θοινάω
feast on
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
θοινάω
feast on
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
θοινάω
feast on
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
θοινάζω
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θοινώ — θοινῶ, άω (Α) [θοίνη] 1. (ενεργ. και μέσ.) τρώγω, κατατρώγω 2. παρέχω συμπόσιο, παραθέτω γεύμα, φιλεύω κάποιον 3. μέσ. (για πληγή) θοινῶμαι κατατρώγω, διαβιβρώσκω («σάρκα θοινᾱται», Ευρ.) 4. (παθ). τρώγομαι σε ευωχία, θυσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • γυναικοθοίνας — γυναικοθοίνας, ο (Α), αυτός που ανατράφηκε από γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + θοινώ «τρώγω» (< θοίνη «τροφή»)] …   Dictionary of Greek

  • δημοθοινώ — δημοθοινῶ ( έω) (Α) προσφέρω δημοθοινία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + θοινώ «τρώω»] …   Dictionary of Greek

  • θοίναμα — θοίναμα, τὸ (Α) [θοινώ] φαγητό, συμπόσιο («οἰκτρότατα θοινάματα», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • θοίνη — θοίνη, δωρ. τ. θοίνα και μτγν. θοῑνα ἡ (Α) 1. συμπόσιο, ευωχία, γεύμα, δείπνο 2. μτφ. διασκέδαση, τέρψη 3. τροφή, φαγητό («θοίναν πτανοῑς» τροφή για πτηνά, Ευρ.) 4. διάβρωση, φάγωμα («θοίνη τῶν σαρκῶν», Πορφ.) 5. φρ. α) «ἐκ θοίνης» μετά το γεύμα… …   Dictionary of Greek

  • θοινάζω — (Α) [θοίνη] σπάν. τ. τού θοινώ* …   Dictionary of Greek

  • θοινάτωρ — θοινάτωρ, ορος, ὁ (Α) θοινατήρ*, συμποσιαστής, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο, ο ευωχούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θοινώ + επίθημα τωρ (πρβλ. γενέ τωρ, ευπά τωρ, συνδαί τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • θοινατήρ — θοινατήρ, ῆρος, ὁ (Α) [θοινώ] αυτός που παρέχει συμπόσιο («χαλεπὸς θοινατήρ» κύριος φοβερού συμποσίου, Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • θοινατικός — θοινατικός, ή, όν (Α) [θοινώ] αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο συμπόσιο («θοινατικά ὄργανα», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • θοινοδοτώ — θοινοδοτῶ, έω (Α) επιγρ. θοινώ*, παρέχω συμπόσιο, προσφέρω γεύμα, κάνω τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θοίνη + δοτώ < δοτης < δίδωμι (πρβλ. μισθο δοτώ, πλειο δοτώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”